ένζυγος

ένζυγος
-η, -ο
(για μηχάνημα) αυτός που έχει ζυγό, που λειτουργεί με ζυγό («ένζυγη ατμομηχανή» — ατμομηχανή που λειτουργεί με ζυγό ο οποίος μεταδίδει την κίνηση τού εμβόλου σε άλλα όργανα τής μηχανής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ζυγός. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889-1898)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”